- λιθόστρωση
- ηη επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκιτίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα διείσδυσης, με κύρια συστατικά λευκίτη και πυροξένους. Άλλα συστατικά είναι ο νεφελίνης, ο ολιβίνης, το ορθόκλαστο, ο βιοτίτης, ο μελίλιθος κ.ά. Γι’ αυτό, η χημική του σύσταση χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό τού Κ2Ο (5… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αλιθόστρωτος — η, ο [λιθόστρωτος] αυτός που δεν έχει στρωθεί με πέτρες, ο χωρίς λιθόστρωση … Dictionary of Greek
λιθόστρωμα — το λιθόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
στρώση — η / στρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο 2. επίστρωση (α. «η στρώση τού δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» η λιθόστρωση, Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Μουσείο Λεβέντειο Δημοτικό Λευκωσίας (Κύπρου) — Στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό που χτίστηκε το 1892 (Ιπποκράτους 17, Λαϊκή Γειτονιά Λευκωσίας). Αγοράστηκε το 1983 από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, για να μετατραπεί σε ιστορικό μουσείο. Το ίδρυμα ανέλαβε τα έξοδα συντήρησής του, ενώ ο δήμος… … Dictionary of Greek